- ὀρωδῶν
- ὀρώδηςmountainousmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὀρωδῶν — Ὀρώδης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπλαγχνίτιδα — η, Ν ιατρ. χρόνια φλεγμονή τών ορωδών υμένων που βρίσκονται γύρω από ένα σπλάγχνο, η οποία αφορά κυρίως στο περισπλάγχνιο πέταλο τού περιτοναίου ή υπεζωκότα … Dictionary of Greek